- Μανσούρ, αλ-
- Επώνυμο ιστορικών προσώπων του αραβικού κόσμου. Βλ. λ. αλ Μανσούρ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Καλαούν, Μανσούρ — (13ος αι.).Μαμελούκος σουλτάνος της Αιγύπτου (1279 90). Ο Κ. ήταν σκλάβος του σουλτάνου Μπαϊμπάρ, ο οποίος τον απελευθέρωσε για τη γενναιότητά του. Διαδέχθηκε τον Μπαϊμπάρ και το 1281 κατόρθωσε να συγκρατήσει τους Μογγόλους πέρα από τον Ευφράτη… … Dictionary of Greek
Αζίζ, Αμπού Μανσούρ — (10ος αι.). Δεύτερος Φατιμίδης σουλτάνος της Αιγύπτου. Μεγάλος πολεμιστής αλλά και μαικήνας των γραμμάτων και των τεχνών. Θέσπισε φιλελεύθερους νόμους και συγκέντρωσε στην αυλή του μεγάλους επιστήμονες της εποχής του, που τους ενίσχυε οικονομικά … Dictionary of Greek
Αλ Μανσούρ — (AlMansur). Επωνυμία με την οποία είναι γνωστές κορυφαίες προσωπικότητες του αραβικού κόσμου. Α.Μ. σημαίνει ο δοξασμένος. 1. Αμπού Άμερ Μοχάμαντ αλ Μοαφέρι (939 – 1002 μ.Χ.). Στρατηγός που διακρίθηκε στους αγώνες των Αράβων εναντίον των… … Dictionary of Greek
Γιακούμπ αλ Μανσούρ — (1160; – 1199). Άραβας ηγεμόνας της Ισπανίας και της Αφρικής (1184 99). Ανήκε στη δυναστεία των Αλμοαδών ή Αλμοχαδών. Ο Γ.α.Μ. συνέχισε τον πόλεμο (1190 91) που είχαν αρχίσει οι προηγούμενοι ηγεμόνες και νίκησε τα στρατεύματα του Αλφόνσου Η’,… … Dictionary of Greek
ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… … Dictionary of Greek
Αλ Μαμούν — (AlMamun, 786 – 833 μ.Χ.). Χαλίφης της Βαγδάτης από τη δυναστεία των Αββασιδών, γιος του χαλίφη Χαρούν αλ Ρασίντ. Μπόρεσε να σταθεροποιηθεί στον θρόνο του αφού κατέπνιξε με τη βία τις διάφορες εξεγέρσεις και τους εμφύλιους πολέμους που… … Dictionary of Greek
Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… … Dictionary of Greek
Βαγδάτη — (Baghdad). Πόλη (4.478.000 κάτ. το 1995) και πρωτεύουσα του Ιράκ, καθώς και της ομώνυμης επαρχίας (4.071 τ. χλμ., περ. 4.800.000 κάτ.). Την ίδρυσε το 762 μ.Χ. ο Αβασίδης αλ Μανσούρ στην αριστερή όχθη του Τίγρη, εκεί όπου ο ποταμός, στον μέσο ρου… … Dictionary of Greek
Γεώργιος — I (275 – 305 μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, γνωστός ως Τροπαιοφόρος και Θαυματουργός. Πληροφορίες για τη ζωή του περιέχουν τα Συναξάρια. Γεννήθηκε από εύπορους χριστιανούς γονείς και διέθετε πολλά φυσικά και πνευματικά χαρίσματα.… … Dictionary of Greek
Γκαρθία — (Garcia).Όνομα βασιλιάδων της Ναβάρα της Ισπανίας. 1. Γ. Α’ (9ος αι.). Οι μόνες επιβεβαιωμένες πληροφορίες για το πρόσωπό του αναφέρουν ότι εξελέγη κόμης και βασιλιάς της Ναβάρα και ότι ανέκτησε, ύστερα από νικηφόρο πόλεμο κατά των Μαυριτανών,… … Dictionary of Greek